- στιχομετρία
- η, ΝΑ1. η αρίθμηση τών στίχων ενός κειμένου, ιδίως κατά πεντάδες και η σημείωση τών αριθμών στο περιθώριο2. εκκλ. πινάκιο στο οποίο είναι εκτεθειμένο το μέτρο τών στίχων όλων τών βιβλίων τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης3. φρ. α) «ολική στιχομετρία» — στιχομετρία κατά την οποία η μέτρηση είναι συνεχής από την αρχή ώς το τέλος τών χειρογράφωνβ) «μερική στιχομετρία» — στιχομετρία κατά την οποία η μέτρηση γίνεται κατά δεκάδες, πεντηκοντάδες ή εξηκοντάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -μετρία*].
Dictionary of Greek. 2013.